γλαφυρός

γλαφυρός
-ή, -ό
επίρρ. κομψός, ευχάριστος, χαριτωμένος: Γλαφυρό ύφος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλαφυρός — hollow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρός — ή, ό (AM γλαφυρός, ά, όν) (για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση αρχ. 1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ. β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς») 2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος 3. νόστιμος, γευστικός 4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • γλαφυρά — γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc pl γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc/acc dual γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρώτερον — γλαφυρός hollow adverbial comp γλαφυρός hollow masc acc comp sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρωτάτων — γλαφυρός hollow fem gen superl pl γλαφυρός hollow masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρωτέρων — γλαφυρός hollow fem gen comp pl γλαφυρός hollow masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρῶν — γλαφυρός hollow fem gen pl γλαφυρός hollow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρόν — γλαφυρός hollow masc acc sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρώτατα — γλαφυρός hollow adverbial superl γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρώτατον — γλαφυρός hollow masc acc superl sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”